αναστηλώνω

αναστηλώνω
(ΜΑ ἀναστηλῶ, -όω) [στήλη]
νεοελλ.
αποκαθιστώ και επαναφέρω στην αρχική του μορφή αρχιτεκτονικό ή άλλο μνημείο
2. μτφ. α) τονώνω, ενδυναμώνω
β) ενισχύω ψυχικά, ενθαρρύνω, εμψυχώνω
3. μέσ. αναστηλώνομαι
α) αποκαθίσταμαι
β) υψώνω το ανάστημά μου, ξεσηκώνομαι («αναστηλώθηκε ο Μοριάς», Βαλαωρ.)
νεοελλ.-μσν.
(για τις ιερές εικόνες) επαναφέρω σε κοινή λατρεία, αποκαθιστώ τη λατρεία τους
μσν.
υψώνω τιμητική στήλη για κάποιον
αρχ.
1. ανεγείρω κάτι ως μνημείο
2. τοποθετώ κάτι σε μνημείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναστηλώνω — αναστηλώνω, αναστήλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναστηλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ανορθώνω, ξαναχτίζω ερειπωμένο κτίριο (κυρίως αρχαίο μνημείο): Αναστηλώθηκαν αρκετά από τα μνημεία της αρχαίας Πέλλας. 2. δίνω νέα δύναμη, τονώνω: Το φαΐ και το κρασί που ήπια με αναστήλωσαν. 3. το μέσ., αναστηλώνομαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναστήλωμα — το [αναστηλώνω] αναστήλωση …   Dictionary of Greek

  • αναστηλωτής — ο, θηλ. αναστηλώτρια 1. άτομο που διενεργεί ή επιμελείται αναστήλωση 2. μτφ. άτομο που τονώνει το ηθικό και τα συναισθήματα, εμψυχωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναστηλώνω. Η λ., στον λόγιο πληθ. αναστηλωταί, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • ανορθώνω — (AM ἀνορθῶ όω) 1. ορθώνω πάλι, στήνω πάλι όρθιο, ανοικοδομώ, αναστηλώνω, ανακαινίζω 2. επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη του κατάσταση, στην πρώτη ακμή, αποκαθιστώ αρχ. 1. κρατώ όρθιο, υποβαστάζω 2. διορθώνω, επανορθώνω …   Dictionary of Greek

  • επανιδρύω — ιδρύω ξανά, στήνω πάλι, ξαναχτίζω, αναστηλώνω, επανασυνιστώ …   Dictionary of Greek

  • συνορθώ — και αττ. τ. ξυνορθῶ, όω, Α 1. (συν. σχετικά με κατεστραμμένο κτήριο) ανορθώνω, αναστηλώνω 2. μέσ. συνορθοῦμαι, όομαι ευδοκιμώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀρθῶ / οῦμαι «ορθώνω, ορθώνομαι, ακμάζω» (< ὀρθός)] …   Dictionary of Greek

  • αναστήλωση — αναστήλωση, η και αναστήλωμα, το, ατος το να αναστηλώνει ή να αναστηλώνεται κανείς (βλ. αναστηλώνω): Η αναστήλωση ενός αρχαίου μνημείου είναι έργο δύσκολο. « Η αναστήλωση των εικόνων», η από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα αποκατάσταση το 843 των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανορθώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ανασηκώνω, αναστηλώνω, ανοικοδομώ: Ακόμη δεν τις ανόρθωσαν τις πεσμένες κολόνες. 2. αποκαθιστώ, βελτιώνω: Κατάφερε να ανορθώσει κάπως τα οικονομικά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επανιδρύω — επανίδρυσα, επανιδρύθηκα, επανιδρυμένος, μτβ. 1. ιδρύω κάτι πάλι, στήνω ξανά, αναστηλώνω. 2. μτφ., επαναφέρω σε ενέργεια ή ισχύ: Επανιδρύθηκε η Ελληνική Δημοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”